- Βατράχου
- Βάτραχοςfrogmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βατράχου — βάτραχος frog masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια … Dictionary of Greek
Γκαλβάνι, Λουίτζι — (Luigi Galvani,Μπολόνια 1737 – 1798). Ιταλός επιστήμονας. Σπούδασε ιατρική και το όνομά του συνδέθηκε με την ανακάλυψη του φαινομένου επαφής μεταξύ μετάλλων, που ερμηνεύτηκε θεωρητικά από τον Βόλτα και είναι γνωστό πλέον ως φαινόμενο Βόλτα. Ακόμα … Dictionary of Greek
Libri of Aleister Crowley — The Libri of Aleister Crowley is a list of texts mostly written or adapted by Aleister Crowley. Some are attributed to other authors. The list was intended for students of Crowley s magical order, the A∴A∴. Content Many of the books and articles… … Wikipedia
Βορβοροκοίτης — Βορβοροκοίτης, ο (Α) (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία) αυτός που κοιμάται μέσα στη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + κοίτης < κοίτη] … Dictionary of Greek
Ορειγανίων — Ὀρειγανίων, ὁ (Α) ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία … Dictionary of Greek
Σευτλαίος — ό, Α [σεῡτλον] ονομασία ενός βατράχου στην κωμωδία τού Αριστοφάνους Βάτραχοι … Dictionary of Greek
αγριόβουζα — η κοινή ονομασία μεγαλόσωμου βατράχου … Dictionary of Greek